- Ζενεβιέβ
- Βλ. λ. Γενεβιέβα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γενεβιέβη ή Ζενεβιέβ — (Geneviéve, Ναντέρ περ. 420 – Παρίσι περ. 500). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, πολιούχος του Παρισιού. Κόρη χωρικών, συνάντησε τον άγιο Γερμανό της Οζέρ, ο οποίος την έπεισε να γίνει μοναχή. Μετά τον θάνατο των γονιών της, η Γ. πήγε στο… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
Λαμπρούστ, Ανρί Πιερ Φρανσουά — (Henri Pierre François Labrouste, Παρίσι 1801 – Φοντενεμπλό 1875). Γάλλος αρχιτέκτονας. Το 1824 κέρδισε το βραβείο της Ρώμης και έφερε επανάσταση στις αρχιτεκτονικές θεωρίες της εποχής. Εχθρός των ατελών μορφών και των άχρηστων διακοσμήσεων,… … Dictionary of Greek
Ναντέρ — (Nanterre). Πόλη (85.800 κάτ. το 2003) της Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ο ντε Σεν. Βρίσκεται Ν του Σηκουάνα και Δ του Παρισιού Στο Ν. είναι αναπτυγμένη η βιομηχανία χημικών προϊόντων και μεταλλουργίας. Στην πόλη αυτή γεννήθηκε η πολιούχος του… … Dictionary of Greek